- έλειος
- -α, -ο (ΑΜ ἕλειος, -ον και ἕλειος, -α, -ον)1. (για φυτά) αυτός που φύεται σε έλη («έλεια φυτά», «ἕλειος δόναξ»)2. εκείνος που κατοικεί σε έλη («ἕλεια πτηνά», «τῶν Αἰγυπτίων οἱ Ἕλειοι»)αρχ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έλος ή έχει σχέση με αυτό (α. «ἕλειον δάπεδον» — η λασπώδης επιφάνεια σε ελώδη περιοχήβ. «ἕλειον ὕδωρ» — το νερό τού βάλτουγ. «ἕλειος βίος» — η ζωή στο έλος).
Dictionary of Greek. 2013.